κορμί

κορμί
το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν)
σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου
νεοελλ.
ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου
2. παράστημα, κορμοστασιά
3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα 'μορφα κορμί μεγάλον είναι», Ερωτόκρ.
β. «πέσανε πολλά κορμιά στη μάχη»)
4. φρ. «χαμένο κορμί» — άνθρωπος μηδαμινός, ανάξιος, χωρίς υπόληψη
νεοελλ.-μσν.
πτώμα, νεκρό σώμα, σορός («σήκωσαν τα κορμιά από τη γη»)
μσν.
1. ο κορμός ή το σώμα τού πουκάμισου
2. φρ. α) με την αντων. μου, σου, του) «το κορμί μου», «το κορμί σου» κ.λπ.
εγώ ο ίδιος, η ύπαρξή μου, σου, του κ.λπ. («ο άλλος σύντροφος να βάλει το κορμίν του και τα έργατά του», Ασσίζ.)
β) (με την πρόθ. με) «με το κορμί μου» — αυτοπροσώπως
μσν.-αρχ.
μικρός κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + υποκορ. κατάλ. -ί(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορμί — το ο κορμός του σώματος του ανθρώπου ή ζώου, το σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης …   Dictionary of Greek

  • ισόκορμος — ἰσόκορμος, ον (Μ) αυτός που έχει ίσιο κορμί, ευθυτενής, ορθοτενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κορμί] …   Dictionary of Greek

  • κορμάκι — το (Μ κορμάκιν) [κορμί] (θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι νεοελλ. εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου …   Dictionary of Greek

  • κορμάρα — η 1. ωραίο, ψηλό, μεγαλοπρεπές κορμί 2. ψηλή, μεγαλόσωμη γυναίκα με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. γυναικ άρα, ψωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • κορμίτσιν — κορμίτσιν, τὸ (Μ) σώμα, κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κορ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”